- ομοιόαρκτος
- ὁμοιόαρκτος, -ον (Μ)(για δύο κατά σειρά λέξεις) αυτός που αρχίζει με τα ίδια γράμματα («ἡ παρίσωσις γίνεται... κατ' ἀρχὴν μὲν οἷον: προσήκει προθύμως, ὃ καὶ ὁμοιόαρκτον λέγεται», Πλαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -αρκτος (< ἄρχομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.